- λιθοδομή
- ητο χτίσιμο πέτρινου τοίχου με ή χωρίς κονίαμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιθοδομή — η κατασκευή τοίχου με λίθους, με ή χωρίς αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δομή (< δέμω), πρβλ. ξυλο δομή, οικο δομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθένδυση — η, και λιθένδυτο, το η επένδυση με λιθοδομή, με ή χωρίς κονίαμα, που γίνεται σε κατωφερείς επιχωματώσεις για συγκράτηση τής πτώσης τών χωμάτων, αλλ. λιθιά, ξερολιθιά … Dictionary of Greek
λιθοδομία — η 1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή 2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
ξηρολιθοδομή — η τοιχοποιία χωρίς παρεμβολή συνδετικού κονιάματος, ξερολιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λιθοδομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
τοιχοποιία — η, ΝΑ [τοιχοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία 2. λιθοδομή 3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου αρχ. (εσφ. γρφ.) τειχοποιία … Dictionary of Greek
Βαθύπετρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχανών. Το Β. βρίσκεται στο βουνό Γιούχτας, περίπου 15 χλμ. από την Κνωσό. Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου βρίσκονται τα ερείπια … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek